- ὑπολανθάνει
- ὑπό-λανθάνωescape noticepres ind mp 2nd sgὑπό-λανθάνωescape noticepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
υπολανθάνω — ὑπολανθάνω ΝΜΑ [λανθάνω] νεοελλ. μσν. υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση μσν. αρχ. είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ. β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ… … Dictionary of Greek
Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… … Dictionary of Greek